ράιχστακ

ράιχστακ
το, Ν
άκλ. γερμανικό νομοθετικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Reichstag].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χάαζε, Ούγκο — (Haase, 1863 – 1919). Γερμανός πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο Ράιχστακ και έπειτα ηγέτης αυτού του κόμματος μετά τον θάνατο του Μπέμπελ. Το 1915 τέθηκε επικεφαλής της μειοψηφίας των ειρηνόφιλων. Μετά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”